αλιφθερώ

αλιφθερώ
ἁλιφθερῶ (-όω) (Α)
καταστρέφω με ναυάγιο ή απλώς καταστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ἁλιφθυρῶ (πρβλ. ἁλιφθόρος), πιθ. από ετυμολ. επίδραση τύπων τού φθείρω (πρβλ. φθερῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”